-
1 δυστύχημα
[дистихима] ουσ. о. несчастный случай, несчастье, беда.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δυστύχημα
-
2 беда
-
3 бедствие
-
4 катастрофа
катастрофа ж η καταστρο φή железнодорожная \катастрофа το σιδηροδρομικό δυστύχημα* * *жη καταστροφήжелезнодоро́жная катастро́фа — το σιδηροδρομικό δυστύχημα
-
5 несчастный
несчастный δυστυχής, άτυχος· \несчастный случай το ατύχημα, το δυστύχημα* * *δυστυχής, άτυχοςнесча́стный слу́чай — το ατύχημα, το δυστύχημα
-
6 несчастье
-
7 случай
случай м 1) (происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικό; несчастный το δυστύχημα 2) (обстоятельство) η περίπτωση· η ευκαιρία (возможность)· удобный \случай η ευκαιρία; упустить \случай χάνω την ευκαιρία; представился \случай παρουσιάστηκε η ευκαιρία; пользоваться \случайем επωφελούμαι την ευκαιρία 3) (случайность) η τύχη ◇ при \случайе, в \случайе, если... αν τυχόν, στην περίπτωση που...· ни в коем \случайе σε καμιά περίπτωση; на всякий \случай για κάθε ενδεχόμενο; по \случайю чего-л. με την ευκαιρία...· на \случай στην τύχη* * *м1) ( происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικόнесча́стный слу́чай — το δυστύχημα
2) ( обстоятельство) η περίπτωση; η ευκαιρία ( возможность)удо́бный слу́чай — η ευκαιρία
упусти́ть слу́чай — χάνω την ευκαιρία
предста́вился слу́чай — παρουσιάστηκε η ευκαιρία
по́льзоваться слу́чаем — επωφελούμαι την ευκαιρία
3) ( случайность) η τύχη••при слу́чае, в слу́чае, е́сли... — αν τυχόν, στην περίπτωση που…
ни в ко́ем слу́чае — σε καμιά περίπτωση
на вся́кий слу́чай — για κάθε ενδεχόμενο
по слу́чаю чего́-л. — με την ευκαιρία…
на слу́чай — στην τύχη
-
8 катастрофу
катастрофуж τό δυστύχημα, ἡ καταστροφή/ ἡ συμφορά (потрясение):железнодорожная \катастрофу τό σιδηροδρομικό δυστύχημα. -
9 беда
-ы, πλθ. беды θ.1. δυστυχία, κακό, συμφορά• δυστύχημα•выручить из -ы βγάζω από τη δυστυχία•
помочь в -е βοηθώ στή δυστυχία•
непоправимая беда ανεπανόρθωτο κακό, δυστύχημα•
попасть в -у παθαίνω κακό (πέφτω σε δυστυχία)•
утещать в -е παρηγορώ στη δυστυχία.
2. (ως κατηγ.) είναι δύσκολο, κακό, άσχημο•беда мне с ним μου είναι δύσκολο μ’ αυτόν, κακό που με βρήκε μ’ αυτόν•
беда в том, что он не учится το κακό είναι που δε μαθαίνει ή δε σπουδάζει.
|| (με το μόριο не) δεν είναι σοβαρό•это не беда αυτό δεν είναι σοβαρό.
3. πάρα πολύς, πληθώρα•людей там беда сколько ήταν εκεί.πολύς κόσμος, κακό μεγάλο•
хорошая женщина? беда хорошая καλή γυναίκα’ πάρα πολύ καλή.
εκφρ.- как – πάρα πολύ•на -у мою (твою – πλπ.) δυστυχώς για μένα, για κακό δικό μου, για κακή μου τύχη•что за -! – το κακό δεν είναι μεγάλο, κακό το λες αυτό;•то-то и, в том-то и беда – εδώ είναι η ρίζα του κακού. -
10 катастрофа
-ы θ.δυστύχημα, συμφορά•автомобильная катастрофа αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
|| καταστροφή, χαμός, όλεθρος. -
11 крушение
-я ουδ.1. συντριβή, καταστροφή, δυστύχημα, συμφορά•крушение поезда συντριβή τραίνου•
потерпеть крушение καταστρέφομαι, συντρίβομαι (για τραίνο)•
крушение с человеческими жертвами σιδηροδρομικό δυστύχημα με ανθρώπινα θύματα.
βλ. кораблекрушение.2. μτφ. χαμός, απώλεια•крушение надежд σβήσιμο (ναυάγιο, καταπόντιση) των ελπίδων.
-
12 катастрофа
το δυστύχημα, η καταστροφήавтомобильная - αυτοκινητιστικό -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > катастрофа
-
13 случай
1. (событие, происшествие) το συμβάν, το περιστατικό, το γεγονόςаварийный - το ατύχημα, η αβαρία (ξεν.)единичный - η σπάνια/μοναδική περίπτωσηнесчастный - το δυστύχημα, το ατύχημα2. (обстоятельства) η πε-ρίπτωσ/η 3.(благоприятное стечение обстоятельств)η ευκαιρία, η ευνοϊκή συγκυρία 4. см. случайность.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > случай
-
14 беда
бед||а́ж ἡ δυστυχία, τό δυστύχημα, τό ἀτύχημα, ἡ συμφορά:\беда в том, что...то κακό εἶναι ὀτι...; наделать бед τά κάνω μούσκεμα, τά κάνω ρόϊδο; попасть в \бедау παθαίνω συμφορά; ◊ не \беда δέν χάλασε ὁ κόσμος, δέν εἶναι τρομερό; на \бедау́ κατά κακή τύχη; мне с ним \беда ἔχω βρεί τό μπελά μου μαζύ του. -
15 бедствие
бедств||иес ἡ συμφορά, τό δυστύχημα:стихийное \бедствиеие ἡ θεομηνία; социальное \бедствиеие τό κοινωνικό κακό; сигнал \бедствиеия τό σήμα κινδύνου. -
16 напасть
напасть Iсов см. нападать.напасть II ж τό δυστύχημα, ἡ συμφορά, ἡ ἀτυχία, ἡ κακοτυχία, ἡ ἀναποδιά:что за \напасть τί κακοτυχία. -
17 несчастный
несчастныйприл1. δυστυχισμένος / δυστυχής, κακόμοιρος, κακότυχος (о человеке):\несчастный случай τό ἀτύχημα, τό δυστύχημα·2. (злополучный) разг γουρσού-ζικος. -
18 отвратить
отвратитьсов, отвращать несов ἀποτρέπω, ἀποσοβώ, ἐμποδίζω:\отвратить несчастье ἀποσοβώ τό δυστύχημα -
19 постигать
постигатьнесов, постигнуть сов1. (понимать) κατανοώ, καταλαβαίνω, συλλαμβάνω·2. (случиться) συμβαίνω:его́ постигло несчастье τοῦ συνέβη δυστύχημα. -
20 происшествие
происшестви||ес τό περιστατικό[ν], τό γεγονός, τό συμβάν / τό ἀτύχημα, τό δυστύχημα (несчастный случай):отдел \происшествией (в газете) ἡ στήλη τῶν καθημερινών γεγονότων.
См. также в других словарях:
δυστύχημα — piece of ill luck neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστύχημα — το (AM δυστύχημα) ατύχημα, κακοτυχία νεοελλ. θάνατος αρχ. στρατιωτική καταστροφή … Dictionary of Greek
δυστύχημα — το πάθημα σοβαρό, δυσάρεστο συμβάν, καταστροφή, ατύχημα: Οι γονείς τους σκοτώθηκαν σε αεροπορικό δυστύχημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυστύχημ' — δυστύχημα , δυστύχημα piece of ill luck neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχημάτων — δυστύχημα piece of ill luck neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήμασι — δυστύχημα piece of ill luck neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήμασιν — δυστύχημα piece of ill luck neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήματα — δυστύχημα piece of ill luck neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήματι — δυστύχημα piece of ill luck neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήματος — δυστύχημα piece of ill luck neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γκαγκάριν, Γιούρι Αλεξέγεβιτς — (Yury Alekseyevich Gagarin, Γκζατσκ1934 – 1968). Σοβιετικός κοσμοναύτης. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πραγματοποίησε διαστημική πτήση (1961). Σπούδασε αρχικά τεχνικός μεταλλουργίας, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα στην αεροπορική λέσχη του… … Dictionary of Greek